έκκρουση — η (Α ἔκκρουσις) απώθηση, εξώθηση με κρούση αρχ. έκπτωση λογαριασμού … Dictionary of Greek
αδελφοφάς — και αδερφοφάς, ο βλ. αδελφοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αδελφοφάγος > αδελφοφάος (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ) > αδελφοφάς (με έκκρουση τού ο μετά το α)] … Dictionary of Greek
γητεύω — 1. γοητεύω, μαγεύω 2. θεραπεύω με γητειές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως γητεύω < *γογητευω (με αποβολή τής πρώτης συλλαβής γο που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική αντωνυμία [ε]γώ) < γοητεύω, με ανάπτυξη τού ημιφωνικού στοιχείου γ… … Dictionary of Greek
εκκρουστικός — ή, ό (Α ἐκρουστικός, ή, όν) αυτός που συντελεί σε έκκρουση, σε απώθηση … Dictionary of Greek
ηστία — ἡστία, ἡ (Μ) (αντί ἑστία) πυρά, φωτιά, κν. στια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μσν. τ. τού εστία*, πιθ. από επίδραση τού άρθρου (< η εστία), που ως ισχυρότερο φωνήεν μπορούσε να οδηγήσει σε αποβολή (έκκρουση) τού ασθενούς φωνήεντος ε ] … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
μακρομερίζω — (Μ μακρομερίζω) χάνω τον καιρό μου, χασομερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακροημερίζω με έκκρουση τού άτονου η < μακροήμερος] … Dictionary of Greek